επτασθενής

επτασθενής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή (χημ.), ο επτατομικός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επτατομικός — ή, ό (χημ.), που έχει σθένος 7, δηλ. που ενώνεται με εφτά άλλα μονοσθενή στοιχεία ή ρίζες, επτασθενής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”